εκπωμάτιση
Смотреть что такое "εκπωμάτιση" в других словарях:
εκπωμάτιση — η αφαίρεση τού πώματος … Dictionary of Greek
ξεβούλλωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβουλλώνω, η αφαίρεση πώματος από δοχείο, εκπωμάτιση, ή, γενικά, η απομάκρυνση πράγματος που εμποδίζει τη ροή υγρού σε σωλήνα, έκφραξη … Dictionary of Greek
ξετάπωμα — το [ξεταπώνω] αφαίρεση τής τάπας, τού βουλλώματος ενός δοχείου, εκπωμάτιση … Dictionary of Greek